- ἡνιοχητικός
- ἡνιοχ-ητικός, ή, όν,= sq., Procl.in Prm.p.520S. (A v.l. -οχικός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηνιοχητικός — ἡνιοχητικός, ή, όν (Α) [ηνίοχος] ηνιοχικός … Dictionary of Greek
ἡνιοχητικῆς — ἡνιοχητικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)